Χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν, κάνοντας τα μακριά μαλλιά του Τόμας να κολλάνε στην πλάτη του. Το βλέμμα του καρφώθηκε σ` ένα χρυσό νόμισμα που ξεχώριζε στο σωρό των ανθρώπινων οστών. Μια κόκκινη πέτρα στόλιζε το κέντρο του νομίσματος. Πώς και δεν το είχαν μαζέψει οι αρχαιολόγοι αναρωτήθηκε, και γεμάτος περιέργεια έσκυψε και το πήρε στην παλάμη του. Κοίταξε τριγύρω, έχοντας την αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, και άγγιξε την μικρή κόκκινη πέτρα· ένιωσε δυνατό πόνο και του ξέφυγε μια κραυγή. Οι σταγόνες της βροχής σταμάτησαν να πέφτουν και τα πάντα γύρω του τυλίχτηκαν σε πυκνό σκοτάδι. Πού είμαι; Τι είναι αυτό το μέρος; Φοβάμαι...
Ο Τόμας, η Ρωξάνη και ο Λούκας βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη στη Μέκτα, τη χώρα των ονείρων. Οι ιππότες και τα ξωτικά παύουν να είναι μέρος της φαντασίας των τριών εφήβων και γίνονται μια επικίνδυνη πραγματικότητα. Πού θα οδηγήσει τελικά αυτό το απίστευτο ταξίδι που ξεκίνησε από απλή περιέργεια; Θα καταφέρουν να επιστρέψουν ποτέ πίσω στη Σκωτία;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]