(...) Υπάρχουν πολλοί απ` όσους ζουν εδώ μέσα στο παλάτι κι απ` όσους βρίσκονται απ` έξω, στα σπίτια και τα πλούσια και τα φτωχικά αυτής της πολιτείας, που όποτε με συναντούν χαμηλώνουν το βλέμμα, είτε γιατί με σέβονται είτε γιατί με φοβούνται ή ακόμα και γιατί με μισούν. Ξέρω πως σιγομουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη μου: «Ο ευνούχος ο Έλενος, ο σοφός!» λένε οι πρώτοι - αυτοί που με σέβονται. «Ο ευνούχος ο Έλενος, ο πανούργος!» λένε όσοι με μισούν ή με φοβούνται. Κι εγώ προχωρώ, κοιτώ πάντα μπροστά μου και πάνω από τα κεφάλια τους (έτσι πρέπει να είναι το βλέμμα ενός άρχοντα), προχωρώ και απολαμβάνω τόσο το θαυμασμό, όσο και το φθόνο. Όμως προτιμώ το φθόνο. Αυτόν που σέβεσαι μπορεί κάποια στιγμή ακόμα και να τον ξεχάσεις. Εκείνον, όμως, που κάποια στιγμή φοβήθηκες θα τον φοβάσαι για πάντα. Ο φόβος γίνεται ο εφιάλτης κι ο κυρίαρχος όλης σου της ζωής. Για πάντα. Φράσεις, οι πιο πάνω, από το ημερολόγιο του Έλενου, του ευνούχου. Λόγια αγέρωχα ενός ανθρώπου που κάπου στα βάθη της ψυχής του έκρυψε το λυγμό, ενώ έντυσε το σώμα του με το κίτρινο χρώμα του ψυχρού ηγέτη. Μα πίσω από το παγερό πρόσωπο του ευνούχου, τα πάθη καιροφυλακτούσαν και απαιτούσαν την πραγμάτωσή τους. Κι έτσι βρέθηκε αντιμέτωπος με τον έρωτα και το θάνατο. Πώς εκφράζει τον ερωτισμό του ένας ευνούχος; Και πώς σχεδιάζεται ο θάνατος κάποιου που έχει καθορίσει τις τύχες λαών; Ένα μυθιστόρημα που καταγράφει τη σύγκρουση του σεξουαλικού πάθους με την ψυχρότητα της εξουσίας. Μια προσωπική καταγραφή που ακροβατεί ανάμεσα στην παθιασμένη κραυγή και στην καταλαγιασμένη ανάλυση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]