Μέσα στην έρημο ζούσε το μεγάλο δέντρο· αψηλό, αγέρωχο, να μετρά το χρόνο, να δροσίζει στη σκιά του τα καραβάνια -και να περιμένει... Απ` την κορφή του, ψηλή σα μάτι φάρου, κοιτούσε τον κόσμο, τους λιγοστούς ανθρώπους και περίμενε. Κι είχε ξεχάσει πια τι `ταν αυτό που πάσχιζε να ξακρίνει στον αναλλοιωμένο ορίζοντα. Ώσπου έφτασε κείνη η μέρα του θρύλου, και τότε το δέντρο κατάλαβε... θυμήθηκε. Κι άρχισε να παίζει, καθώς υποκλινόταν, τη μουσική του, μια μουσική φκιαγμένη γι` αυτιά θεϊκά, καθώς υποκλινόταν σ` Εκείνο το παιδί που μάζευε τον καρπό του.