Δεν φρεναπατώμαι ότι ένας διάλογος οδηγεί τάχα αναπόδραστα σε τελική ομοφωνία. Μπορεί, όμως, να ξεκαθαρίσει τι όντως είναι αυτό που δέχομαι και τι όντως είναι αυτό που απορρίπτω. Το κέντρο βάρους, δηλαδή, χρειάζεται να μετατεθεί από το φάντασμα του άλλου που έχω μέσα μου, στον άλλον που βρίσκεται αντίκρυ μου. Τα δύο κείμενα αυτού του βιβλίου αποτελούν δοκιμή στην εύρεση κοινού γλωσσαριού με τον απέναντι, όχι για να κουκουλωθεί το μη - κοινό (η διαφωνία περί τη νοηματοδότηση του βίου), αλλά για να ψηλαφηθεί. Συνιστούν, δηλαδή, απόπειρα θεολόγησης, μα όχι σε θεολογική ιδιόλεκτο· τουλάχιστον όσο αυτό ήταν μπορετό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]