Επίλογος
Άνοιξε ή θύρα ξαφνικά και πρόβαλε. Ένας γιατρός φορώντας άσπρη μπλούζα. Χαμογελούσε φιλικά σαν να με γνώριζε. Κοιτάζω γύρω. Το δωμάτιό μου. Τα κάδρα, το γραφείο, τα βιβλία μου.
`Ποιος είστε καί πώς ήρθατε;` ρωτάω. `Από τη σκάλα του ύπνου` μου απαντά. `Χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα, θυμάστε; Με τα κόκκινα πουλιά καί τίς μεγάλες μύγες στο φεγγάρι.` Καί πρόσθεσε καθησυχαστικά. `Χαμογελάστε, δεν υπάρχει λόγος. Έχομε πλέον ανελκυστεί στο φως.
Καί προχωρούμε ολοταχώς.
Στό θαύμα`.