Η μετάφραση είναι σαν το περιστέρι του Καντίου που πετά στο κενό. Δεν υφίσταται γενικώς και αορίστως μετάφραση ούτε υπάρχει γενικώς ισχύουσα μεταφραστική μορφή των κειμένων. Τα μεταφράσματα ποικίλλουν αναλόγως των εκάστοτε επιδιωκομένων σκοπών, ο δε κάθε σκοπός του μεταφραστή αποτελεί και μια μεταβλητή, η οποία λαμβάνει τις τιμές που της δίνει κάθε φορά αυτός που την προσλαμβάνει μέσω της γλώσσας. Σε όλα τα "γλωσσικά δρώμενα" απαντώνται πάντοτε δύο κρίσιμες μεν, συγκρουόμενες όμως μεταξύ τους όψεις: αφ` ενός το περιεχόμενο, ήτοι η πληροφορία που πρέπει να εκφρασθεί και που περνάει από τον πομπό στον δέκτη, δηλαδή η έννοια, και αφ` ετέρου τα ακουστικά και/ή τα εικαστικά φαινόμενα που μεταφέρει η εν λόγω πληροφορία, δηλαδή τα κείμενα. Αφού η γλωσσολογία τυποποιεί όλες τις μεταφράσεις μέσω ενός συνόλου προσφόρων κανόνων, εδώ χρήση της γλώσσας σημαίνει μετάφραση της έννοιας στα κείμενα και των κειμένων στις έννοιες. Η ακεραιότητα της οντότητας των κειμένων διατηρείται στη μετάφραση, μόνο εάν η μετάφραση έχει ειρμό και συνοχή. Η δε μετάφραση έχει από απόψεως σκοπού ειρμό και συνοχή, μόνο αν αποτελεί μία "γλώσσα", και δη γλώσσα αποτελούσα ιδανικό σύνθεμα της γλώσσας αφετηρίας και της γλώσσας αφίξεως. Η ύπαρξη τρίτης γλώσσας-αυτού, δηλαδή, που αποκαλείται "κοινή μεταφραστική" ή "translatorese"-καταλύει τη μετάφραση, διότι δεν πρόκειται κατ` ουσίαν περί γλώσσας, αλλά περί γλωσσοείδειας. Η επιστήμη της μετάφρασης δεν ερευνά κυρίως τη "γλώσσα ως όργανο", αλλά τη "γλώσσα ως λόγο". Γιαυτό και όλες οι περί μεταφράσεως επιστημονικές θεωρίες είναι πρόσφορες, αρκεί να βασίζονται στη δημιουργική πλευρά της γλώσσας, στη γλώσσα ως λόγο ήτοι, η οποία εμπεδώνεται στην ολοκληρωτική αφομοίωση των σχετικών με τους σκοπούς του μεταφραστή υποκειμενικών και ιστορικών στοιχείων.