`Προμηθέας`
Ο πιο γνωστός απ` τους Τιτάνες, ευεργέτης μεγάλος των ανθρώπων, ήταν ο γιος του Ιαπετού, ο Προμηθέας.
Όταν οι θεοί αποφάσισαν να δώσουν ζωή στην πλάση, κάλεσαν τον Προμηθέα και τον αδερφό του, Επιμηθέα.
`Να τα ζώα που θα γεμίσουν τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα` είπαν `εμείς τους δώσαμε ζωή, φροντίστε εσείς να δώσετε στο καθένα τα χαρίσματα που του πρέπουν για να βρει τη θέση του στον κόσμο`.
`Θα κάνω εγώ τη μοιρασιά!` πρότεινε ενθουσιασμένος ο Επιμηθέας.
Βιαστικά και σπάταλα άρχισε να ξοδεύει τα χαρίσματα στα ζώα: σε άλλα έδωσε φτερά για να πετούν ψηλά στον ουρανό, γαμψά νύχια και ράμφη για ν` αρπάζουν την τροφή τους. Άλλα τα προίκισε με πτερύγια και βράγχια, να κολυμπούν στα νερά της θάλασσας και στα ποτάμια. Έκανε ζώα να τρέχουν γρήγορα σαν τον άνεμο, να σκαρφαλώνουν στη στιγμή στο πιο ψηλό δέντρο ή να σκάβουν τρύπες βαθιά στη γη. Κι άλλα τα όπλισε με δυνατά σαγόνια και δόντια κοφτερά. Μοίραζε και μοίραζε χωρίς δεύτερη σκέψη, ώσπου... δεν είχε άλλα χαρίσματα! Όλα τα όπλα κι όλες οι ικανότητες του είχαν πια τελειώσει...
`Κι εγώ;` άκουσε μια αδύναμη φωνή κοντά του `πώς θα επιζήσω σ` έναν κόσμο με τόσα δυνατά κι άγρια θηρία; Τι θα δώσεις σε μένα;`
Γύρισε και κοίταξε: ένα πλάσμα γυμνό, το τελευταίο στη σειρά, περίμενε τα δώρα του με αγωνία.
`Εσένα δε σε είχα προσέξει` μουρμούρισε σκεφτικός ο Επιμηθέας.
`Πώς να σε βοηθήσω τώρα; Δε μου έμεινε τίποτα να σου δώσω...`
`Δεν μπορούμε να αφήσουμε τον άνθρωπο έτσι` ακούστηκε τότε ο Προμηθέας.
`Πρέπει να κάνουμε κάτι για `να διορθώσουμε την αδικία`.
Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή, έτρεξε στο εργαστήρι του Ηφαίστου. Μέσα στους καπνούς διέκρινε το σιδηρουργό θεό να δίνει σχήμα σ` ένα κομμάτι σίδερο πυρώνοντάς το στη φωτιά.
Ήταν γνωστή σε όλους η απόφαση του Δία: `η φωτιά είναι ιερή, ανήκει μόνο στους θεούς, κανένα άλλο πλάσμα δε θα την έχει κτήμα του...`
Με ένα κούφιο καλάμι στα χέρια ο Τιτάνας πλησίασε τον Ήφαιστο.
`Η τέχνη σου είναι αξεπέραστη` του είπε τάχα θαυμάζοντάς τον `απ` όλους τους Ολύμπιους είσαι ο πιο άξιος`.
Ο θεός χαμογέλασε με ευχαρίστηση και συνέχισε τη δουλειά του. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν πρόσεξε τον Προμηθέα να παίρνει ένα κάρβουνο και να το κρύβει γρήγορα μέσα στο καλάμι.
Έτσι ο Τιτάνας έφερε τη φωτιά στον άνθρωπο.
`Θα σε προστατεύει απ` το κρύο και θα σε προφυλάσσει απ` τα άγρια θηρία` του είπε. `Κι όχι μόνο αυτά. Θα σου διδάξω κι όλες τις τέχνες, ώστε με τη βοήθεια της φωτιάς να ετοιμάζεις την τροφή, τα όπλα, τα εργαλεία σου και να προοδεύεις στη ζωή σου`. [. . .]