Βερσαλίες, 1951. Μέσα στην καθημερινότητά της, η Μέι καταγράφει τον θάνατο μιας μικρότερης αδελφής, την «τρέλα» μιας μητέρας, την αδιαφορία ενός αδελφού, την απουσία ενός πατέρα. . . πράγματα που αποτελούν τόσο μεγάλες πληγές, που οι προσπάθειες του παιδιού δεν είναι αρκετές για να τα επουλώσουν, ώστε να πάψουν να περιστρέφονται συνέχεια στο μυαλό του. Τι είναι η πραγματική υλική ένδεια, μέσα σε μια κατεστραμμένη οικογένεια, σε σύγκριση με τη συναισθηματική; Το μυθιστόρημα «θέλω να ζήσω», αντιμετωπίζει μ’ ένα βλέμμα αιχμηρό, ευαίσθητο, παιχνιδιάρικο και ταυτόχρονα σκληρό, τους γονείς εκείνους που επιμένουν να συντηρούν τη δυστυχία, χωρίς να υπολογίζουν την εξέγερση ενός έφηβου κοριτσιού, την τεράστια δίψα του να ζήσει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]