`Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία. Κι έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις, με ποιους θα πας, και ποιους θ` αφήσεις`. Ο Άρης, όμως, δεν μπορούσε ν` αποφασίσει. Ένιωθε πολλά όμορφα πράγματα ακόμη γι` αυτήν. Μπορούσε ακόμη να την κάνει να γελάει, γεγονός στο οποίο από μικρός έμαθε ότι οι γυναίκες έδιναν μεγάλη βαρύτητα. Μπορούσε να θυσιάσει τον χρόνο του για να την ακούει να του διηγείται τις καλές και τις κακές όψεις της δουλειάς της, τα σχέδιά της για το μέλλον, να τη βοηθάει πολλές φορές στις ατελείωτες σελίδες πληκτρολόγησης που προέκυπταν. Η ερώτηση όμως παρέμενε. Την αγαπούσε ή όχι; Δεν τολμούσε να συμβουλευτεί τον Φρομ αυτή τη φορά. Το ήξερε ότι ήταν χαμένος από χέρι. Και τι διάολο ήταν, λοιπόν, αν όχι αγάπη;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]