Ο Δημοσθένης Κεραμάρης πλήρωσε τους εργάτες, γύρισε στο σπίτι του, έσφαξε έναν κόκορα για το τραπέζι της επομένης, λούστηκε και, περί την αμφιλύκη, βγήκε στην αγορά του χωριού. Όσο έλειπε η γυναίκα του ζεμάτισε νερό για να μαδήσει τον σφαγμένο κόκορα και καθώς τον βούταγε μέσα θυμήθηκε ότι εκείνη την ημέρα ήταν η επέτειος των γάμων τους. Συμπλήρωναν δεκαοχτώ χρόνια παντρεμένοι. Ήσαν μεσήλικες πια. Εκείνη σαραντριών ετών και ο άντρας της πενηντατεσσάρων. Το βράδυ στο κρεβάτι ο Δημοσθένης Κεραμάρης άπλωσε το χέρι του για να τη χαϊδέψει, αλλά αυτή, κι όχι μόνο επειδή ξημέρωνε γιορτή, δεν ανταποκρίθηκε. Ο Δημοσθένης Κεραμάρης αποκοιμήθηκε χωρίς να επιμείνει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]