Από την εποχή που δημοσιεύτηκαν τα «Ευρισκόμενα» (1859), με επιμέλεια του Ιακ. Πολυλά, μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου, το έργο του Δ. Σολωμού της ώριμης περιόδου παρέμεινε ένα ερωτηματικό για την αθηναϊκή κριτική, προκαλώντας αξεπέραστη αμηχανία. Οι υπερθετικές κρίσεις για τον Σολωμό, από την εποχή του Παλαμά κυρίως και μετά, άφηναν, στην πράξη, έξω από το λογαριασμό τα συνθετικά έργα του ποιητή. Τα έργα αυτά συγκρούονταν με ένα εδραιωμένο από το μέσο του 19ου αιώνα στην Αθήνα κανόνα αληθοφάνειας, που με επιμέρους τροποποιήσεις κυριάρχησε για πολλά χρόνια στη νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή. Το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας στρέφεται ακριβώς στην ερμηνευτική διερεύνηση των όρων εκείνων, σύμφωνα με τους οποίους τα ώριμα έργα του Σολωμού ουσιαστικά απορρίφθηκαν, είτε επειδή ήταν «αποσπασματικά» είτε επειδή ήταν «ανισόρροπα» ως προς την απαιτούμενη αρμονία μεταξύ φαντασίας και σκέψης, μορφής και περιεχομένου (αφού ο ποιητής δεν «τιθάσευσε» τη φαντασία του ή δεν «κατάκτησε» τη γλώσσα) είτε, τέλος, επειδή είχαν χάσει την επαφή τους με την πραγματική ζωή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]