Ήταν και δεν ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια καρδούλα τόσο μικρή, που χώραγε στη φούχτα μου, τόσο μεγάλη που σκέπαζε το άπειρο.
Ένα πρωί, λοιπόν, που ο ήλιος ήτανε έξω απ` το παράθυρο αυτής της καρδούλας, εκείνη άνοιξε τα ματάκια της, τίναξε τις μικρές γροθιές της στον αέρα, σηκώθηκε απ` τον ύπνο της και... `Μα και βέβαια` σκέφτηκε `μ` έναν τέτοιο ήλιο πρέπει να βγω μια μακρινή μεσημεριάτικη βόλτα`. Φόρεσε τα γαλάζια της παπουτσάκια του περιπάτου, τη μεγάλη της λουλουδάτη καπελαδούρα, κατέβηκε κουνιστή και λυγιστή τα σκαλοπάτια του σπιτιού της και χοπ... μες στη λιακάδα η καρδούλα καμαρωτή καμαρωτή. [...]