Είχαν το μύλο. Πήγαν στην Πάτρα σε μάγισσες. Πήγαν στο Αγρίνιο. Πήγαν στο Μισολόγγι, στους γιατρούς. Το Μισολόγγι ήταν κέντρο εκείνη την εποχή. Τελικά, μετά δεκαοχτώ χρόνια γάμου έκαναν το πρώτο παιδί. Έκαναν το δεύτερο. Αλλά αυτουνού το κεφάλι δεν έπηζε. Το απαλό. Του έφτιαξαν ένα κράνος από μολύβι. Πέθανε πέντε έξι χρονών. Και ο μυλωνάς πέθανε. Ξάπλωσε στη νεροτριβή, στην πλάκα και πούντιασε. Εκείνη έκοψε τις γλώσσες των κοκόρων της να μην λαλήσουν πια. Να μην ακουστεί χαρά στην αυλή της. Εφτά χρόνια δεν έβαλε κεράσι ή σταφύλι στο στόμα της. Η πεθερά μου με έλεγε πάντοτε θυγατέρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]