Όταν βράδιασε ο Μπρούνο Βάις πήγε να δει τη Στέφανι. Τη βρήκε καθισμένη σε μια πολυθρόνα, με το βλέμμα χαμηλά και ένα ελαφρό τρέμουλο στα χείλη. Έβαλε ένα ποτό και κάθισε απέναντί της. Έμεινε να την κοιτάζει για πολλή ώρα, περιμένοντας να σηκώσει τα μάτια της απ` το πάτωμα. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]