`Η οπτασία`:
Το Δόντι του Νοτιά, η Πράσινη Βελόνα και το Λευκό Όρος ορθώνονται αντίκρυ στις αναιμικές μορφές που προβάλλουν μέσ` από τις κουβέρτες, αραδιασμένες στη σκεπαστή βεράντα του σανατόριου.
Στον πρώτον όροφο του νοσοκομειακού μεγάρου, η βεράντα, με παραπέτο από τρυπημένο δαντελωτό ξύλο, προστατευμένη από μια τζαμαρία, είναι ξεμοναχιασμένη στο χώρο και δεσπόζει στον κόσμο γύρω.
Οι κουβέρτες από μαλακό μαλλί -κόκκινες, πράσινες, κανελιές ή άσπρες-απ` όπου βγαίνουν εκλεπτυσμένα πρόσωπα με λαμπερά μάτια, ηρεμούν. Η σιωπή βασιλεύει στις ξαπλώστρες. Κάποιος έβηξε. Ύστερα, δεν ακούγεται άλλο από το θρόισμα των σελίδων ενός βιβλίου που γυρνούν σε ταχτικά διαστήματα, τον ψίθυρο μιας ερώτησης και μιας απάντησης, διακριτικής, από διπλανό σε διπλανό ή, καμιά φορά, πάνω στην κουπαστή, το σαματά από το φτεροκόπημα μιας τολμηρής κουρούνας, σκαστής από τα σμάρια που φτιάχνουν κομπολόγια με μαύρες χάντρες στη διάφανη απεραντοσύνη. [...]