Πήγα να χτυπήσω την πόρτα και βλέπω από κάτι περάσματα του φράχτη την εξής σκηνή. Ένα στενότατο σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του ένα αγκαλιασμένο ηλικιωμένο ζευγάρι με όλα του τα ρούχα. Αυτή ήταν μια παχουλή γυναίκα κι αυτός ξερακιανός, βραχύσωμος. Είχε τσιουλώσει στην αγκαλιά της και κοιμόταν μακαρίως. Είπα να τους ξυπνήσω αλλά δεν το έκανα. Προς τι. Καλύτερα που δεν τους ξύπνησα, γιατί μου αρέσει να σκέφτομαι ότι δεν απογράφησαν. Και μου αρέσει επίσης να σκέφτομαι ότι ποτέ έκτοτε δεν ξαγκαλιάστηκαν. Μετράω `81-`98· δεκαεφτά χρόνια αγκαλιασμένοι μακριά από σούρτα φέρτα κι από μπαρμπάδες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]