Η μάθησή μας, τόσο στη νηπιακή ηλικία όσο και για μια σημαντική χρονική περίοδο στη συνέχεια, εκτυλίσσεται σε μια σχέση εξάρτησης με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Η ποιότητα αυτής της σχέσης έχει ζωτική σημασία για την ανάπτυξή μας, καθόσον επηρεάζει βαθιά την αισιόδοξη διάθεση που απαιτείται, έτσι ώστε να μένουμε ανοιχτοί και περίεργοι για κάθε καινούργια εμπειρία, ενώ παράλληλα επιδρά στην ικανότητα του ατόμου να διακρίνει συσχετισμούς και να ανακαλύπτει τη σημασία τους. Το βιβλίο αυτό εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στον μαθητή και τον δάσκαλο με τρόπο που θα βοηθήσει τους δασκάλους σε κάθε επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το πανεπιστήμιο. Διευρύνει την αντίληψη του αναγνώστη γύρω από τους συναισθηματικούς παράγοντες που υπεισέρχονται στη διαδικασία της μάθησης και της διδασκαλίας και στοχεύει σε μια μεγαλύτερη κατανόηση της φύσης και της αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή. Οι συγγραφείς εξετάζουν τις ελπίδες και τους φόβους με τους οποίους οι δάσκαλοι προσεγγίζουν το έργο τους και μελετούν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τον διευκολυντικό τους ρόλο στην ανάπτυξη των μαθητών. Βασισμένο στην εργασία που έγινε με ομάδες δασκάλων οι οποίοι παρακολούθησαν συζητήσεις στην Κλινική Tavistock, το βιβλίο εξηγεί πώς η ευαισθησία που προκύπτει από την ψυχαναλυτική μελέτη του ανθρώπου αυξάνει την κατανόηση της μαθησιακής σχέσης και βοηθά τους δασκάλους να αντέξουν τις καταστάσεις άγχους, βρίσκοντας ταυτόχρονα μια βαθύτερη ικανοποίηση στο ρόλο τους ως εκπαιδευτικών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]