Η εκτίμηση, την οποία αισθάνεσαι να τρέφεις στην προς Εβραίους επιστολή καταντά απεριόριστη, μόλις αρχίσεις να ενδιατρίβεις στη μελέτη της προσφοράς της. Η εμβάθυνση στις διδαχές της επενεργεί τότε επί του είναι σου ως ιδιότυπος μαγνήτης.
Επενεργεί ως μαγνήτης, ο οποίος σε έλκει όλο και πιο κοντά της, ενώ συγχρόνως σε αίρει προς τα επάνω γοητεύοντάς σε. Σε γοητεύει μάλιστα τόσο πιο έντονα, όσο πιο πολύ επιμένεις στη σπουδή της.
Το δέος, πάλι, από τον υπολογισμό των δυνάμεων τις οποίες υπολογίζεις ότι διαθέτεις, για να τη μελετήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσεις να καταστήσεις και άλλους κοινωνούς του ύψους των νοημάτων της, σε κάνουν να φοβάσαι μην απωθηθείς, να τρέμεις μην ανατραπείς.
Η εκτίμηση και το δέος συμβιώνουν ιδιόμορφα μέσα σου επί αρκετό διάστημα, πριν τελικά επιχειρήσεις εκείνο, το οποίο θα μπορούσε να έλθει στο φως της δημοσιότητας ως Εισαγωγή στη μελέτη της προς Εβραίους επιστολής.
Το δέος και η εκτίμηση δεν φαίνεται ότι θα αφήσουν ασυγκίνητη τη γραφίδα μας, σε κάποιες τουλάχιστον στιγμές της παραγωγής της, καθώς θα χαράσσει πάνω στο χαρτί το κείμενο, το οποίο ακολουθεί.
Η μελέτη της προς Εβραίους είναι σαν να μεταμορφώνει σε χρυσοθήρες ψηγμάτων του πνεύματος εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν να εμβαθύνουν στη σπουδή της. Όσο περισσότερο προσπαθούν να φθάσουν στην κατανόηση των διδαχών της, τόσο βαθύτερα εισάγονται στη Χριστολογία της. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]