Διασχίζοντας για τελευταία φορά την απέραντη πεδιάδα, που απλωνόταν από το Κρίσναπουρ ως το σιδηροδρομικό σταθμό, ο έφορος ένιωσε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά πόσο αχανής ήταν η Ινδία...
Όπως γλιστρούσαν αργά στην πεδιάδα, τα μάτια του έψαχναν τα μικροσκοπικά εκείνα χωριουδάκια από λάσπη με τους καλαμιώνες και τις γούρνες τους...
Όταν σταμάτησαν κοντά σ` ένα απ` αυτά τα χωριά, για να ξεκουραστούν τα άλογα, ο έφορος έμεινε στην άμαξα και κοίταζε τους άντρες που τραβούσαν νερό απ` το πηγάδι, το ανέβαζαν επάνω σ` ένα μεγάλο δερμάτινο δοχείο με τη βοήθεια των ταύρων τους, και ήξερε πως οι δύο αυτοί άντρες και οι ταύροι τους θα έκαναν το ίδιο πράγμα ως το τέλος της ζωής τους. Κι αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που πήρε ο έφορος μαζί του απ` την Ινδία.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]