[...] Όπως τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα, αντίστοιχα και τα ποιήματά του παραμένουν ανοιχτά και ανεξιχνίαστα, προκαλώντας μια ακραία αίσθηση αποξένωσης που συνορεύει με τον τρόμο. Αυτό το αίσθημα της απόγνωσης μπροστά στο αναπότρεπτο και στη μάταιη αναζήτηση σταθερών αξιών για την ανθρώπινη ύπαρξη, εκλογικεύεται δραματικά σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα, στα τέλη του 1920.
...πεθαίνω σ` ένα μικρό φυλάκιο
στην άκρη του δρόμου
σ` ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ` ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Για να συνεχίσει με τον ίδιο εξομολογητικό τόνο:
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου να την τελειώσω.
Η εσώτερη απαίτηση του Κάφκα για τελειότητα στη γραφή μπορεί να μην εκπληρώθηκε ποτέ, όμως χωρίς αυτή είναι πολύ αμφίβολο αν είχε καταφέρει να αφηγηθεί τις αριστουργηματικές ιστορίες του. Η αγωνία αυτή που διατρέχει τις επιστολές και τα ημερολόγια, μεταβάλλεται στην υπαρξιακή αγωνία, μέσα στην οποία ζουν οι ήρωές του, μέσα σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον, γεμάτο φόβους και απειλές, με καρικατούρες ανθρώπων να περιφέρονται, άλλοτε ψιθυρίζοντας και άλλοτε κραυγάζοντας ακατάληπτα λόγια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]