Σπίτι αγαπημένο είχε στο δάσος η οικογένεια της κυρίας Σκιουρίτσας. Εκεί ζούσε, έπαιζε, αγαπιόταν και ονειρευόταν η σκιουροοικογένεια, καλοτυχίζοντας όσους μπορούσαν να απολαμβάνουν τις εποχές μες στις μοσχοβολημένες ανάσες των δέντρων. Όμως δεν άργησε να συμβεί το κακό όταν κάποιοι «εκδρομείς-επιδρομείς» σκόρπισαν τη δυστυχία με μια σπίθα. Μια σπίθα που έγινε γρήγορα φωτιά και πυρκαγιά, καταβροχθίζοντας όλο εκείνο το μαγικό δάσος της ευτυχίας τους. Έτσι άρχισε η περιπέτεια της αναζήτησης της ελπίδας για μια νέα ζωή. Με δάκρυα που μαλάκωναν το πυρωμένο χώμα, με τη λαχτάρα να ξανάβρουν τις ανάσες των δέντρων. . . όπως κάποτε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]