`Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΕΤΤΥ`:
Την πήρε απαλά
στην αγκαλιά της και
προχώρησε μέχρι
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
του παλιού σπιτιού
μπήκε χαμογελώντας
στην κουζίνα
-απόψε θα έβαζε τα δυνατά της-
οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της
-δεν έχει χρόνο-
από το ξύλινο ράφι
αρπάζει τη μεγάλη πιατέλα
αυτή με τις λευκές μαργαρίτες στη μέση
και την αφήνει στο τραπέζι
δύο ποτήρια για κρασί ακόμη
κόκκινο
-κάποιος είναι στην πόρτα της-
λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει
στο πιάτο με χαρά
κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει
-κανείς-
μόνο η νεκρή
νυφίτσα να κείτεται
μπροστά της