Σεπτέμβρης. Μέρα καλοκαιρινή. Ο ήλιος λάβα που σε λιώνει. Τα ρούχα σου κολλούν πάνω στο κορμί σου. Μάταια ψάχνεις ίσκιο. Μάταια βρίσκεις μια δροσιά. Κι όμως υπάρχει δροσιά.
Τη βλέπεις στα χαμόγελα των μικρών παιδιών. Μικρά μπουμπούκια που περιμένουν την άνοιξη της μάθησης. Περιμένουν να ανθίσουν τους άγουρους καρπούς τους.
Ένα μπουκέτο με τέτοια λουλούδια με καλωσόρισε στην τάξη μου. Οι τέσσερις τοίχοι άλλαξαν.
Έγιναν γλάστρα που δέχτηκε τα άνθη της. Όλα τα άνθη είχαν στραμμένα τα μάτια τους σε ένα σημείο.
Εκεί που υπήρχε η έδρα του δασκάλου. Έφυγα από την έδρα. Πήγα στη μέση της τάξης. Βλέποντας ότι όλοι οι μαθητές μου περίμεναν να μιλήσω, τα χείλη μου συσπάστηκαν, άνοιξαν και το θερμό μου χαμόγελο υποδέχτηκε τα παιδιά. Όλα άλλαξαν.
Οι αποστάσεις μίκρυναν. Έλεγαν τα ονόματά τους με ευχαρίστηση.
Η όμορφη ατμόσφαιρα μου έδωσε την ιδέα να γίνει τραγούδι.
Τους άρεσε. Τραγούδησαν με μεγάλη προθυμία. Όταν έφυγαν, οι περισσότεροι σιγοτραγουδούσαν.
Πέρασαν μέρες. Ήμουν σε εφημερία. Πρόσεχα τα παιδιά στην αυλή. Έτρεχαν, έπαιζαν, δημιουργώντας ένα περίεργο ήχο.
Μέσα σ` αυτή την όμορφη φασαρία, λίγα παιδιά σε μια άκρη τραγουδούσαν.
Ήταν το τραγούδι μου. Το τραγούδι που μας είχε ενώσει.