Στη δέκατη πέμπτη - αν θυμάμαι καλά - γειτονιά του ωκεανού ζούσε μια παράξενη, πολύ παράξενη φάλαινα: ρουφούσε πετρέλαιο αντί πορτοκαλάδα, μασούσε πίσσες αντί για τσίκλες, γκρίνιαζε και μάλωνε με τα ψαράκια, γιατί δεν μπορούσε να ακούει τις φωνές και τα παιχνίδια τους. Έτσι, έφυγαν όλοι απ’ τη γειτονιά και την άφησαν μόνη, πράγμα που δεν της άρεσε καθόλου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έβγαλε πάνω από το κεφάλι της ένα δόντι που έμοιαζε με. . . κέρατο. Τι έγινε τελικά με την παράξενη φάλαινα; Θα ξαναγυρίσουν στη γειτονιά τα ψαράκια; Τι της είπε ο οδοντίατρός της ότι έφταιγε που έβγαλε αυτό το παράξενο δόντι; Θα εξαφανιστεί και πώς;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]