Την άνοιξη του 1900 ο Μενέλαος Σκληρός γύριζε από το τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη. Ό, τι έκλεινε τα τριανταοχτώ του χρόνια. Δεν είχε κάνει ποτέ του επάγγελμα κανένα. Σπούδασε τα νομικά, καθώς όλα τα παιδιά των μεγαλοαστικών οικογενειών που βρίσκουνε περιουσία αρκετή για να ζήσουν άνεργα. Οι δυό του αδερφές είχανε φύγει νωρίς από το σπίτι. Η μεγάλη, που παντρεύτηκε αξιωματικό, πήρε μαζί της και τη μικρότερη. Ο Μενέλαος Σκληρός έμεινε μόνος κι` έζησε μια ζωή σκοτεινή. Μονάχα γνώριμους είχε, ποτέ φίλους. Τον έβλεπαν να περνάει στους δρόμους, να κυκλοφορεί στα κέντρα κι` ύστερα να χάνεται για καιρό. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]