Η Ουλρίκε άκουγε τον Μπάαντερ με μεγάλο θαυμασμό. Αυτός ο νέος άνδρας είχε οικοδομήσει την επαναστατική του ταυτότητα με στερήσεις, με αυτομόρφωση, με πείσμα. Ό,τι δεν είχε σε αστική παιδεία, το διέθετε σε ταξικό ένστικτο. Το ταξικό ένστικτο! Κάτι που είχαν στερηθεί τόσοι και τόσοι ηγέτες της νόμιμης Αριστεράς. Ακόμη και της εξωκοινοβουλευτικής. Είχαν αναγάγει τη νομιμότητα στη λυδία λίθο της πολιτικής τους. Αγκάλιαζαν τη μη βία, επαινώντας στην πραγματικότητα το μονοπώλιο της κρατικής βίας. Και όταν μιλούσαν για επαναστατική βία, το έκαναν στην πραγματικότητα για να την ξορκίσουν σ` ένα απροσδιόριστο μέλλον, όταν θα `ξυπνούσαν οι μάζες`. Τότε όμως θα ήταν πλέον αργά. Οι εχθροί θα τις περίμεναν πάνοπλοι, θα τις σφάγιαζαν. Όπως παντού και πάντοτε.
Αυτή όμως η συμφωνία με τον Μπάαντερ, με την ομάδα, δεν καθαγίαζε κάθε μορφή πολιτικής βίας. Εδώ άνοιγε ένας άλλος διάλογος, όχι όμως με τους απολογητές του κράτους αλλά ανάμεσα στους επαναστάτες...
Η Ουλρίκε τον είχε ήδη ανοίξει με σιγανή φωνή μέσα της:
«Ναι, το κίνημα έχει το δικαίωμα να χτυπά τους αντιδραστικούς. Δεν έχει όμως το δικαίωμα να τρώει από τις σάρκες του. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα στο όνομα του κινήματος να σπιλώνει αγωνιστές. Να ξαναστήνει μικρές Δίκες της Μόσχας. Νισάφι πια με το μικροσταλινισμό και με τη μικροφυσική της εξουσίας, τόσο στις μικρές ομάδες της νόμιμης Αριστεράς όσο και στις παράνομες. Με τις μικροηγεσίες, με το πάθος τους για εξουσία, με την παρανοϊκή τους θεώρηση. Δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου σύντροφοι. Ήδη το επιτελείο της επανάστασης είναι αλλού. Το αίμα του δικού μας αγώνα δεν πρέπει να σαπίσει. Πρέπει να μεταγγισθεί στις φλέβες του νέου οργανισμού. Αυτού που παλεύει στις καταλήψεις σπιτιών, στις απεργίες, στο Γκρόντε και στο Μπρόκντορφ».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]