«Τι να `ναι αυτό;» αναρωτήθηκε η Ορτένσια, μυρίζοντάς το και χώνοντας μέσα το δάχτυλο. «Να δω κι εγώ!» είπε με περιέργεια η Ορτανσία. «Να δεις που θα `ναι κάποιο μπλε ζαχαρωτό. . .». Δοκίμασαν λίγο, όσο κόλλησε στο δαχτυλάκι. «Πικρό!» απεφάνθησαν εν ενί στόματι, σουφρώνοντας ταυτόχρονα τις όμοιες φατσούλες τους. Μισή ώρα αργότερα, η μπλε ζάχαρη ενήργησε ολοκληρωτικά και αναπόδραστα και η νύχτα που ακολούθησε ήταν μακρά και εφιαλτική.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]