Μόλις βγήκε, της ακούστηκε ένα γέλιο. Ήταν τόσο μεταλλικά διαπεραστικό, που, στην αρχή, της φάνηκε πως δεν ήταν γέλιο, ένας σιγμός που δεν έβγαινε από άνθρωπο, η αφύσικα μεγάλη διάρκειά του όμως της έδωσε τον χρόνο να καταλάβει πως κάποιος ή κάποια γελούσε· παρ` όλα αυτά, και ενώ συνεχιζόταν αμείωτο, εξακολουθούσε να της δίνει την εντύπωση πως δεν ήταν γέλιο, έμοιαζε περισσότερο με κραυγή ζώου που το βασανίζουν εξαντλητικά με κάποιο κοφτερό όργανο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]