Κάποιος άνθρωπος που τον προσδιορίζει η απελπισία, κάθεται να γράψει. Η απελπισία όμως δεν μπορεί τίποτα να προσδιορίσει, `συνεχώς κι αμέσως ξεπερνά το στόχο της` (Κάφκα, Ημερολόγιο, 1910). Με τον ίδιο τρόπο και το γράψιμο δε θα μπορούσε να έχει την αρχέγονη προέλευσή του παρά μόνο στην `αληθινή` απελπισία, στην απελπισία η οποία δεν προσκαλεί σε τίποτα και μας αποστρέφει απ` όλα, και πρώτα πρώτα παίρνει την πένα από τα χέρια εκείνου που γράφει. Αυτό σημαίνει πως αυτές οι δυο κινήσεις δεν έχουν μεταξύ τους τίποτα το κοινό εκτός από την ίδια την απροσδιοριστία του, τίποτα το κοινό εκτός από τον ερωτηματικό τρόπο με τον οποίο μόνο μπορούμε να τις συλλάβουμε. Κανείς δεν μπορεί να πει στον εαυτό του: `Είμαι απελπισμένος`, μπορεί όμως να πει: `Είσαι απελπισμένος;` και κανείς δεν μπορεί να πει με καταφατικό τρόπο: `Γράφω`, μπορεί μόνο να πει: `Γράφεις; Αλήθεια; Θα μπορούσες να γράψεις;`
Η περίπτωση του Κάφκα είναι θολή και περίπλοκη.
Το πάθος του Χέλντερλιν είναι πάθος καθαρά ποιοτικό· αυτό τον ελκύει έξω απ` τον εαυτό του με μια απαίτηση που μόνο πάθος μπορούμε να την ονομάσουμε. Και του Κάφκα το πάθος είναι καθαρά λογοτεχνικό, όχι όμως πάντα και όχι συνεχώς. Τον Κάφκα τον απασχολεί σε τεράστιο βαθμό το πρόβλημα της σωτηρίας της ψυχής, και είναι αυτό μια απασχόληση τόσο δυνατή επειδή είναι απελπισμένη, και είναι απελπισμένη επειδή είναι ασυμβίβαστη. Αυτή η απασχόληση περνά, βέβαια, μ` έναν εκπληκτικά σταθερό τρόπο, μέσα απ` τη λογοτεχνία και γι` αρκετό καιρό συγχέεται μ` αυτήν, έπειτα περνά πάλι μέσα απ` αυτήν αλλά δε χάνεται πια μέσα της, τείνει να τη μεταχειριστεί, κι επειδή η λογοτεχνία δε δέχεται ποτέ να γίνει μέσο, κι ο Κάφκα το ξέρει αυτό, το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι διάφορες συγκρούσεις σκοτεινές ακόμα και γι` αυτόν τον ίδιο, πολύ περισσότερο για μας, καθώς και μια εξέλιξη που είναι δύσκολο να τη φωτίσουμε αλλά που φωτίζει εμάς. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]