[. . .] Οι κατάσκοποι πηγαίνουν βαθιά στις χώρες των γειτόνων μου και όταν επιστρέφουν μου λένε ότι δεν είδαν τίποτα. Φτώχεια, λέει, και δυστυχία. Κακοπέραση και κατάθλιψη. Ένας στρατός κουρελιασμένος. Κι ο κοσμάκης φεύγει για ξένα χώματα να βρει καλύτερη τύχη. Είναι τόσο τραγικά αυτά που ακούω, που σκέφτομαι να στείλω (κρυφά) βοήθεια. Αλλά αυτά όλα, μου λένε οι φίλοι μου και οι σύμβουλοί μου, είναι σκηνοθεσίες. Ο εχθρός ξέρει τους κατασκόπους μου και εμφανίζεται έτσι για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια. Είναι, μου λένε, πανούργος και ύπουλος. Επομένως, σκέφτομαι, αν είναι έτσι τα πράγματα, από κάπου σίγουρα θα `ρθει. Γιατί πάντα υπάρχει ένας εχθρός. Και τα χρόνια που έρχονται τον θρέφουν μυστικά και τον δυναμώνουν με το αίμα μου και μένει στη σκοτεινή γωνιά του αμίλητος. Αν βήξει, θα τον ακούσω. Μα ποιος μου λέει ότι δεν είναι κάποιος πιστός και ειλικρινής φίλος που αγρυπνάει από αγάπη για μένα!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]