Το βράδυ, σαν έπεσε ο Αλιόσα στο κρεβατάκι του να κοιμηθεί, άκουσε ξάφνου μια φωνή να τον φωνάζει: «Αλιόσα! Αλιόσα!». Αέρας φύσηξε από το παράθυρο το ανοιχτό. Κι ανάμεσα από τις κουρτίνες γλίστρησε μέσα η μαύρη κοτούλα. «Κοτούλα μου! Φουντωτούλα μου!» φώναξε ο Αλιόσα. «Πώς βρέθηκες εδώ;» «Μη ρωτάς Αλιόσα» απάντησε η μαύρη κοτούλα. «Ντύσου και έλα μαζί μου. Αλλά κοίτα να μη μιλάς! Και να μην ακουμπήσεις τίποτα!».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]