[. . .] Η όμορφη αρχόντισσα είχε ξυπνήσει στη μέση της νύχτας από φοβερό εφιάλτη και μονολογούσε: «Το χέρι. . . το κίτρινο χέρι που πήγε να μου σφίξει το λαιμό. . .» Το ένστικτό της ήταν αλάνθαστο. Ο Αλή πασάς, τρελός από θυμό κι από ζήλια, είχε προσθέσει τ` όνομά της στη λίστα των μελλοθάνατων γυναικών που, όπως αρεσκόταν να επαναλαμβάνει, έπρεπε ν` αφανίσει για να καθαρίσει ο τόπος από τη βρωμιά. Θα τις οδηγούσε όλες στο κονάκι του Νικόλα Γιάγκου κι από κει, θα ξεκινούσαν για τη λίμνη. . . Τότε, τ` ακατάληπτα λόγια που ξεστόμισε μια λυγερόκορμη τσιγγάνα στον Μουχτάρ, το γιο του Αλή κι αγαπημένο της Φροσύνης, θα επαληθεύονταν. `Αίμα στο φεγγάρι. Μαύρα και σκοτεινά τα σύννεφα που το εμποδάνε, μα μέσα στο νερό καθρεφτίζονται τα νιάτα. . . παγωμένα κι άψυχα νιάτα. . .` Ο Δημήτρης Γιαννουκάκης αναπλάθει με αριστουργηματική δεξιοτεχνία τη γιαννιώτικη κοινωνία του 1800 και προσκαλεί τον αναγνώστη να παρακολουθήσει το θυελλώδη βίο της κυρα-Φροσύνης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]