. . . Και εκεί μετασκέφτηκε η γερόντισσα, όπως πολλά βράδια πριν σφαλίσουν τα μάτια με ύπνο. . . «Ο τόπος μας είναι ένας ουρανός γεμάτος φεγγάρια που κυνηγιόνται στις νύχτες μας. Ναι, στις νύχτες εμάς των μεγάλων και των «σοφών», τρομάρα μας! Αν σκορπίσουμε στη θάλασσα του κόσμου, σκέφτομαι μήπως το σκοτεινό του νερού στα σωθικά τα πάρει! Τα πάρει και τα πνίξει». Και το δάκρυ έπαιρνε τον κατήφορο και ίσα που σταμάταγε λίγο πιο πάνω από τα χείλια. . . κρατημένο! Λαμπυρισμένο! Ο τόπος της - ο Ποταμίτης - τον πόναγε η γερόντισσα, και τα φεγγάρια. . . ναι, τα φεγγάρια - έτσι τα ‘λεγε τα παιδιά της, τα Ποταμιτάκια - πρώτο λόγο είχανε στη σκέψη της! Και δόστου πλενόντουσαν τα μάτια κάθε που το σκόρπισμα έπαιρνε ζωντάνια στο μυαλό. . .!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]