Μπροστά μου η ζωή απλωνότανε σαν πολύχρωμο λιβάδι που μόλις οριοθετούσε ένας πολύ πολύ μακρινός ορίζοντας. Ήμουνα μέλος μιας χαρούμενης τρελής παρέας νεαρών αριστοκρατών, εκείνου του στρώματος που μαζί με τους καλλιτέχνες του παλιού Ράιχ μου ήταν το πιο αγαπητό. Μοιραζόμουνα μαζί τους τη δύσπιστη απερισκεψία, τη μελαγχολική περιπέτεια, την αμαρτωλή αμέλεια, την αλαζονική ασωτία, όλα συμπτώματα της επερχόμενης καταστροφής, που τότε ακόμα δε βλέπαμε. Πάνω απ` τα ποτήρια που αγέρωχα πίναμε, σταύρωνε κιόλας ο αόρατος θάνατος τα σκελετωμένα του χέρια. Βρίζαμε χαρούμενα και μάλιστα βλαστημούσαμε χωρίς περίσκεψη.