- Νιώθω σαν κρυστάλλινος καθρέφτης που έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια και τα θρύψαλά του μου γέμισαν την αγκαλιά, κραύγασε η λίμνη.
- Το ξέρω, είπε ο γεροπλάτανος και κατάπιε πικρό το σάλιο του.
- Είμαι πολύ θυμωμένη. Νομίζω πως μπορώ να στύψω στη χούφτα μου ολόκληρο τον κόσμο, ούρλιαξε η λίμνη και τα κύματα της ψυχής της έσκασαν μ` ένα υπόκωφο μουγκρητό στο κορμί της.
- Ηρέμησε, με τρομάζεις, της είπε το ξεχασμένο αστέρι κι έτρεξε να κρυφτεί στη ρουγόπορτα του ουρανού.
- Μόνο όσοι κυνηγούν το όνειρο αξίζουν. Οι άλλοι είναι δειλοί, του φώναξε η λίμνη.
- Θυμάσαι τότε που τα ηλιοβασιλέματα ήταν πορτοκαλιά κι ένα αυγουστιάτικο αστέρι είχε πέσει από τον ουρανό και βούτηξε στην αγκαλιά σου; Ήταν το πιο όμορφο πεφταστέρι, της είπε ο γεροπλάτανος.
- Κι εγώ το κράτησα στη χούφτα μου και το `δωσα στη Μαργαρίτα και κείνη το κοίταζε. Θεέ μου πώς το κοίταζε και του `δινε τα όνειρά της και τις ευχές της, είπε η λίμνη.
Μετά οι φωνές ξεθώριασαν σ` ένα απαλό μουρμουρητό. Οι λέξεις τους δεν ξεχώριζαν πια. Μπήκαν στη μέση οι άλλες φωνές, οι πραγματικές.