Στην αυγή της νεότερης κοινωνίας ο ντ’ Αλαμπέρ ζητούσε την ίδρυση ενός θεάτρου στη Γενεύη που θα διαπαιδαγωγούσε διασκεδάζοντας τους αυστηρούς πολίτες της. Απαντώντας του, ο Ρουσσώ επέκρινε τα θεάματα που αποσπούν τον άνθρωπο από τον εαυτό του και τους οικείους του και τον προσδένουν στη σκηνή. Τον επόμενο αιώνα ο Άρνολντ έλπιζε σε μια κουλτούρα που θα εισήγαγε όλους τους ανθρώπους σε μια ατμόσφαιρα γλυκύτητας και φωτός. Ενώ στον αντίποδα ο Νίτσε κατακεραύνωνε τη δημοσιογραφία που διαβρώνει τις επιστήμες και τις τέχνες, καταλύοντας την αληθινή παιδεία των εκλεκτών. Με μια τέτοια προϊστορία, μια πλούσια και συχνά παθιασμένη συζήτηση αναπτύχθηκε στον αιώνα μας ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους πολέμιους της μαζικής κουλτούρας. Όμως πρόκειται καν για κουλτούρα; Ποια είναι η σχέση της με την υψηλή τέχνη και τα επιτεύγματα της πρωτοπορίας και ποια με την παράδοση της λαϊκής τέχνης; Τι συμβαίνει στα έργα των μεγάλων συγγραφέων ή ζωγράφων όταν βγαίνουν από το διαλεχτό κοινό τους και κυκλοφορούν σε εκατομμύρια αντίτυπα; (...) Τέτοια είναι τα ζητήματα που τίθενται και διερευνώνται στα κείμενα αυτής της συλλογής, χαρακτηριστικά δείγματα της ιστορικής όσο και επίκαιρης διαμάχης γύρω από την κουλτούρα των μαζικών μέσων που παρασύρουν τους σκοπούς και τις διαθέσεις της ζωής μας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]