Κάποιο πρωινό του πρώτου καλοκαιρινού μήνα ακούστηκαν φωνές αγανάκτησης! «Ε όχι κι έτσι, φτάνει πια! Πατημασιές στο πάτωμα, πατημασιές στον τοίχο, μα και στο ταβάνι; Πώς να τις καθαρίσω;» Αχ! Αν ήξερε απ’ την αρχή η κυρία Χλόη τι ήταν και από ποιον αυτές οι πατημασιές, όχι μόνο δεν θα φώναζε και δεν θα τις καθάριζε, αλλά αντίθετα θα καμάρωνε γι’ αυτές. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]