Όταν οι φιλόσοφοι στοχάζονται, πολύ συχνά λησμονούν να σκεφτούν το σώμα τους και κυρίως όλα όσα συσσωρεύουν σε αυτό μέσω της τροφής. Όμως ανάμεσα στο μυαλό και το στομάχι υπάρχει ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και παραδοχών που η σκέψη δεν θα έπρεπε να παραβλέπει. Θα μπορούσε ο Διογένης να είναι πολέμιος του πολιτισμού και των συνηθειών του αν δεν δοκίμαζε ωμό χταπόδι; Ο Ρουσό του Κοινωνικού συμβολαίου θα επιχειρούσε την απολογία της λιτότητας αν τα συνηθισμένα του γεύματα δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από γαλακτοκομικά; Και ο Σαρτρ, με τα καβούρια να στοιχειώνουν τους εφιάλτες του, δεν πλήρωσε σε όλη του τη ζωή -σε θεωρητικό επίπεδο- την απέχθειά του για τα οστρακόδερμα; Σε αυτό το τολμηρό νιτσεϊκό δοκίμιο, ο Μισέλ Ονφρέ επέλεξε να ξαναδώσει τη χαμένη φιλοσοφική τους αξιοπρέπεια στο φρέσκο μπακαλιάρο, στη σούπα με κριθάρι, στο κρασί, στο λουκάνικο, στον αρωματικό καφέ αλλά και στην κολόνια, που αποτελούν -από τον Φουριέ μέχρι τον Μαρινέτι και από τον Καντ μέχρι τους υπαρξιστές- τους απίθανους δρόμους προς τη χαρούμενη γνώση. Κριτική του διαιτητικού λόγου ή απαρχή της `διαιτηθικής`; Πάνω από όλα, ένα βιβλίο που προσπαθεί να συλλάβει τη στιγμή και την τροφή, μέσω της οποίας το σώμα συναντά το πνεύμα και του υπαγορεύει τους νόμους του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]