Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ’ το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα. Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ’ τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι. Πήραν τον κατήφορο κατά κει που `σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στην μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σαν να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το ’να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα. Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλοτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]