Ένα παράξενο φυλαχτό, μια μικρή γαλάζια κολοκύθα, κρεμασμένο στο λαιμό ενός χρονιάρικου κοριτσιού που, κατά περίεργο τρόπο, βρίσκει ο εφτάχρονος ήρωάς μας ολομόναχο σε κάτι καλαμιές, στην όχθη του ποταμού, είναι η αφορμή της ιστορίας μας. Το φτωχό χωριό, όταν τ` αγόρι πηγαίνει το μικρό κοριτσάκι σπίτι του, γεμίζει φως, χαρά, ευτυχία. Η φτώχια χάνεται, οι κότες γεννάνε συνέχεια κι οι κατσίκες πλημμύρα το γάλα. Τα ξεροχώραφα και τα φτωχά αμπέλια καρπίζουν διπλά, τριπλά και βάλε! Τα χρόνια περνάνε, τα παιδιά μεγαλώνουν... Η κοπέλα οχτώ χρονών, τυχαία ανακαλύπτει πως μπορεί να γιατρεύει ανθρώπους και ζώα. Το αγόρι, δεκαπεντάχρονο πια, πηγαίνει στα κτήματα καβάλα στ` άσπρο άλογο, τη Χιονάτη, που του χάρισε η κοπέλα με τη δύναμη της μικρής γαλάζιας κολοκύθας. Κι` αλλά χρόνια περνάνε... Στα δεκαοχτώ της χρόνια η κοπέλα είναι ένα πανέμορφο πλάσμα. Ντυμένη πάντα με κάτασπρο υφαντό φόρεμα κι ένα κίτρινο στεφάνι στα μαύρα της μαλλιά, αληθινό φωτοστέφανο. Στο λαιμό πάντα η μικρή γαλάζια κολοκύθα. Έτσι την βλέπει ένας περαστικός ζωγράφος κι έτσι την ζωγραφίζει. Αυτή τη ζωγραφιά δείχνει, μαζί με άλλες, στον άρχοντα του πύργου, όταν πάει για να κάνει το πορτρέτο της κυράς του. Ο άρχοντας ξέρει το μύθο για τη δύναμη της μικρής γαλάζιας κολοκύθας. Θα κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει και να μεγαλώσει τη δύναμή του. Το μαγικό φυλαχτό, που στα χέρια της καλής κοπέλας είναι δύναμη καλωσύνης, όταν περνάει στην κατοχή των αρχόντων, γίνεται τυραννία και σκληράδα... Μα στο τέλος, με τη δύναμη της αγάπης, όλα θα πάνε καλά!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]