Η θέση του θεολόγου και του θεολογικού μαθήματος στην εκπαίδευση αποτελεί από πολλών ετών σημείον αντιλεγόμενον.
Αρμόδιοι και αναρμόδιοι έχουν διατυπώσει γνώμην, γραπτώς ή προφορικώς, περί του χαρακτήρος, του σκοπού και της αναγκαιότητος διδασκαλίας του μαθήματος στην εκπαίδευση.
Στα πλαίσια του μαθήματος της Ποιμαντικής εδίδαξα προ ετών εις σειράν εξαμήνων περί του θέματος αυτού. Η συμμετοχή των φοιτητών και φοιτητριών στην σχετική συζήτηση υπήρξε ευρεία και γόνιμη.
Απεφάσισα να επεξεργαστώ τις σημειώσεις μου και να τις προσφέρω στην παρούσα μορφή, με την απαραίτητα τεκμηρίωση, λόγω της απροκλήτου αμφισβητήσεως των αυτονοήτων.
Η αμφισβήτηση αυτή είναι ιδεολογική και έχει την ρίζα της εις το γεγονός, ότι: `Μετά την εθνικήν παλιγγενεσίαν, την δημιουργίαν του Νεοελληνικού Κράτους και την δολοφονίαν του πρώτου κυβερνήτου αυτού, Ιωάννου Καποδίστρια, ο ξένος παράγων, τη συνεργία προθύμων εσωτερικών υπηρετών, επέβαλε την αλλοτρίαν προς την ελληνορθόδοξον παράδοσιν ιδεολογίαν του αθέου Διαφωτισμού εις όλους τους τομείς της ζωής του Γένους, μάλιστα δε εις την παιδείαν, την οποίαν απέσπασε εκ των χειρών της Εκκλησίας. Έκτοτε, το Γένος, επομένως και η παιδεία, βιώνουν ολέθριον διχασμόν, ο οποίος οδηγεί, τους μεν τροφίμους της παιδείας εις πνευματικήν σχιζοφρένειαν, το δε Γένος εις παρακμήν και εξάρτησιν`.
Η εργασία αυτή αποτελεί συμβολή στον συνεχιζόμενο διάλογο και απευθύνεται σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη, ο οποίος έχει συνείδηση των προβλημάτων της παιδείας και αναζητεί διέξοδο εις αυτά, προς όφελος των επί δεκαετίες ταλαιπωρούμενων μαθητών και μαθητριών. Επίσης, αποτελεί και κατάθεσιν οφειλής προς τους χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριές μας, οι οποίοι ως διδάσκαλοι πλέον του θεολογικού μαθήματος στην εκπαίδευση αγωνίζονται με αγάπη, δια της μαρτυρίας Ιησού Χριστού, να βοηθήσουν τους διδασκόμενους να βρουν την ταυτότητά τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]