Τὴν 1η Μαΐου τοῦ 1886 στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ξεκίνησαν σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα οἱ κινητοποιήσεις ποὺ εἶχαν ἀποφασίσει τὰ ἐργατικὰ συνδικάτα μὲ αἴτημα τὴν καθιέρωση τῆς ὀκτάωρης ἐργάσιμης ἡμέρας. Στὴν πόλη τοῦ Σικάγο, τὸ μεγαλύτερο τότε βιομηχανικὸ κέντρο τῶν ΗΠΑ, ὅπου ὑπῆρχε τὸ ἰσχυρότερο κίνημα, στὴν ἀπεργία συμμετεῖχαν περίπου 350.000 ἐργάτες ἀπὸ 1.200 ἐργοστάσια. Τὴν μεθεπόμενη μέρα ἡ ἀστυνομία πυροβόλησε ἐναντίον τῶν ἀπεργῶν ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο Μὰκ Κόρμικ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσουν τὴν ζωή τους δύο διαδηλωτές.
Στὶς 4 Μαΐου, καὶ ἐνῷ τὸ κίνημα γιὰ τὸ ὀκτάωρο βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη, ξέσπασαν βίαια ἐπεισόδια στὴν πλατεῖα Χέϊμαρκετ κατὰ τὴν διάρκεια μίας συγκέντρωσης συμπαράστασης στοὺς ἀπεργούς. Παρὰ τὸν εἰρηνικὸ χαρακτῆρα τῆς συγκέντρωσης, ἡ ἀστυνομία ἔλαβε ἐντολὴ νὰ τὴν διαλύσει καὶ στὶς συμπλοκὲς ποὺ ἀκολούθησαν ἐξερράγη μία χειροβομβίδα, σκοτώνοντας ἕναν ἀστυνομικό, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀστυνομία νὰ κάνει χρήση πυρῶν σκοτώνοντας τέσσερις διαδηλωτές, ἐνῷ ἄλλοι ἕξι ἀστυνομικοὶ ἔχασαν τὴν ζωή τους ἀπὸ πυρὰ ἀγνώστου προελεύσεως. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀπεργῶν τὰ αἱματηρὰ γεγονότα ἀποδίδονται σὲ προβοκάτσια ποὺ τὴν εἶχε πραγματοποιήσει γιὰ λογαριασμὸ τῶν βιομηχάνων τὸ γραφεῖο ἰδιωτικῆς ἀστυνομίας τοῦ Ἄλλαν Πίνκερτον, ποὺ ἦταν διαβόητο γιὰ τὴν ἀπεργοσπαστική του δραστηριότητα.
Ἑπτὰ συνδικαλιστὲς συνελήφθησαν, προσήχθησαν σὲ δίκη καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο, χωρὶς ὡστόσο νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν ἐνοχή τους. Στὶς 11 Νοεμβρίου τέσσερις ἀπὸ αὐτούς (Πάρσονς, Ἔνγκελ, Σπίζ, Φίσερ) ὁδηγοῦνται στὴν ἀγχόνη, ἐνῷ ἕνας ἀπὸ αὐτούς (Λίνγκ) βρέθηκε νεκρὸς στὸ κελί του. Τὸ 1893 ὁ κυβερνήτης τῆς πολιτείας τοῦ Ἰλινόϊ ἀποδίδει χάρη στοὺς ἐπιζῶντες (Φίλντεν, Σβάμπ) ἀναγνωρίζοντας δημοσίως ὅτι δὲν ὑπῆρχαν στοιχεῖα εἰς βάρος τους.
Οἱ αὐτοβιογραφίες τῶν μαρτύρων τοῦ Σικᾶγο γράφτηκαν κατὰ τὸ διάστημα τῆς φυλάκισής τους κατὰ παράκληση τῆς ἐφημερίδας τῆς ὀργάνωσης τῶν Ἱπποτῶν τῆς Ἐργασίας.
“Ὁ κόσμος νομίζει, ὅτ’ ἡ δυστυχία τοῦ ἐνδεοῦς εἶναι ζήτημα ποσότητος τροφῆς: τόσα χρειάζεται, τόσα πρέπει νὰ τοῦ δοθοῦν. Λησμονεῖ, ὅτι εἰς τὸ «χρειάζεται» (τὸ ὁποῖον ἄλλωστε εἶναι σχετικὸν) κρύπτετ’ ἕνα πλῆθος ἀσταθμήτων παραγόντων, ψυχικῶν καὶ ἠθικῶν. Λησμονοῦν, ὅτ’ ἠμπορεῖς νὰ τρώγῃς ὀλίγον καὶ νὰ εἶσ’ εὐτυχισμένος. Λησμονοῦν, ὅτι κανεὶς δὲν γογγύζει μονίμως καὶ κανένας πρὸ παντὸς δὲν σκοτώνεται καὶ δὲν ἐπαναστατεῖ, διὰ νὰ τρώγῃ 100 δράμια ψωμὶ περισσότερον. Ἡ πεῖνα, ποὺ εἶναι παράγων δυστυχίας καὶ παράγων κοινωνικῆς ἀναστατώσεως, εἶναι κυρίως πεῖνα δικαιοσύνης: εἶν’ ἡ συναίσθησις, ὅτ’ ὑποφέρεις χωρὶς νὰ πρέπῃ, χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζῃς, εἶν’ ἡ ἀγανάκτησις διὰ τὴν ἠθικὴν ταπείνωσιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναγκάζεσαι νὰ καταφύγῃς διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃς τὴν πενιχρὰν αὐτὴν συντήρησιν, εἶν’ ὁ σπαραγμὸς ὅταν βλέπῃς παιδιὰ καὶ γέρους νὰ πεινοῦν καὶ νὰ πονοῦν, νὰ στεροῦνται καὶ ν’ ἀδικοῦνται· ὅταν βλέπῃς, ὅτ’ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἰδίως γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ κερδίσουν τὸ ψωμί των, δὲν ἐργάζονται ἀλλὰ ἐξευτελίζονται, ἤ μᾶλλον ἐργάζονται μαζὶ καὶ ἐξευτελίζονται, πολλάκις εἰς ὅ,τι πολυτιμότερον, εἰς ὅ,τι προσωπικότερον ἔχουν: εἰς τὰ ὁρμήματα τῆς ἀγάπης των. Ἡ πεῖνα γίνεται δυστυχία, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐπαφὴν μὲ τὴν ἠθικὴν συνείδησιν τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ γίνῃ φαινόμενον ἠθικόν. Καὶ ὄχι μόνον ἡ πεῖνα· κάθε στέρησιν καὶ κάθε πόνον αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὡς δυστυχίαν, ἐφ’ ὅσον κρίνει, ὅτι δὲν εἶναι στέρησις ἠθικῶς ἀναγκαία, δὲν εἶναι πόνος δημιουργικός”.
Ἰωάννης Συκουτρῆς, «Φιλοσοφία τῆς Ζωῆς»


