Όλη μου τη ζωή περιτριγυρίζομαι από βιβλία. Οι γονείς μου είναι μανιακοί αναγνώστες, και η μητέρα μου, σχεδόν στα ενενήντα πια, ακόμη γράφει και μεταφράζει. Η σύντροφός μου είναι κι αυτή φανατική αναγνώστρια, συγγραφέας και επιμελήτρια βιβλίων – όλες οι γυναίκες που αγάπησα στη ζωή μου διαβάζουν και γράφουν βιβλία, με τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική για μένα, την κόρη μου, που διαβάζει μα και γράφει. Τα βιβλία δεν έχουν μόνο καθορίσει το επαγγελματικό μου μονοπάτι, αλλά αποτελούν και το πιο σταθερό πράγμα στη ζωή μου. Ήταν στο πλάι μου σε κάθε αλλαγή δουλειάς, σε κάθε χωρισμό, σε κάθε μετακόμιση. Το παραδέχομαι. Είμαι θετικά προκατειλημμένος απέναντί τους, απλώς τα αγαπώ. Όπως συμβαίνει όμως με κάθε αγάπη, η αγάπη μου για τα βιβλία είναι τυφλή: σαν πολλούς ακόμα αναγνώστες, έτσι κι εγώ δεν αναρωτήθηκα ποτέ μου γιατί μου αρέσει να διαβάζω και πώς αυτό επηρεάζει εμένα και τα αγαπημένα μου άτομα.
Έπειτα, μια ανοιξιάτικη μέρα, πριν από μια δεκαετία περίπου, αναγκάστηκα τελικά να παραδεχτώ ότι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι διαβάζουν, ακούν, βλέπουν, επικοινωνούν μεταξύ τους και χρησιμοποιούν γενικά τα μέσα, έχει παντελώς αλλάξει. Αυτές οι αλλαγές είναι που κάνουν το ερώτημα για τη σημασία της ανάγνωσης βιβλίων πιο κρίσιμο από ποτέ.
Έπινα τον καφέ μου μαζί με την κόρη μου σε ένα καφέ στην πόλη, κι εκείνη έστελνε σε κάποιον γραπτά μηνύματα ενώ μου μιλούσε. Δεν διέκοψε τη συζήτησή μας, μόνο κρατούσε το τηλέφωνο στο χέρι της, κάτω από το τραπέζι, και έγραφε ένα μήνυμα ρίχνοντας πού και πού κλεφτές ματιές στην οθόνη. Το να ξεμακραίνουμε πότε πότε από την κουβέντα είναι, για να το θέσω έτσι, οικογενειακό μας γνώρισμα: συμβαίνει στα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειάς μας, ακόμα και χωρίς την παρεμβολή της τεχνολογίας. Το περίεργο εδώ ήταν η ικανότητα της κόρης μου να γράφει χωρίς να χρειάζεται να κοιτάζει σταθερά το τηλέφωνό της. Τα δάχτυλά της χόρευαν στην επιφάνεια της συσκευής, λες και ήξεραν από μόνα τους πού βρισκόταν το κάθε γράμμα· σαν το τηλέφωνο να ήταν μέρος του σώματός της, ένα είδος προσθετικού μέλους για την επαφή της με τους γύρω της, με το οποίο μπορούσε να επικοινωνήσει γραπτά τόσο εύκολα όσο εγώ σκουπίζω τη μύτη μου όταν φτερνίζομαι.
Παρόλο που είμαι κι εγώ τακτικός χρήστης της οθόνης, δεν έχω καταφέρει να αναπτύξω τέτοιες ικανότητες· ίσως, σε έναν βαθμό, επειδή η κοινωνικοποίησή μου στα μέσα ήταν διαφορετική. Το 1984, όταν ολοκλήρωνα τις σπουδές λογοτεχνίας και κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, συνέταξα την πτυχιακή μου διατριβή σε μια γραφομηχανή, κάτι που, σε σύγκριση με το να γράφει κανείς σε υπολογιστή, ήταν μια δύσκολη σωματικά εργασία. Ακολούθησε η κατάταξή μου στον γιουγκοσλαβικό στρατό, 500 χλμ. από το σπίτι μου. Όσο ήμουν εκεί, διατηρούσα επαφή με τους κοντινούς μου ανθρώπους με έναν τρόπο που ήταν γνωστός σε τόσες και τόσες γενιές πριν από τη δική μου: έγραφα γράμματα στους αγαπημένους μου, χρησιμοποιώντας ένα στιλό. Κάθε απόγευμα Τετάρτης (όταν είχα την άδεια να βγω από το στρατόπεδο και να πάω ως την κοντινή πόλη) στηνόμουν στην ουρά για το ταχυδρομείο, για να τηλεφωνήσω στο σπίτι χρησιμοποιώντας μια παλιά τηλεφωνική γραμμή. Έπνιγα τα κιτς τραγούδια της γιουγκοσλαβικής ποπ που ηχούσαν στη διαπασών από δεκάδες κασετόφωνα και από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου, ακούγοντας στο κασετοφωνάκι μου τους Dead Kennedys και το σλοβενικό πανκ–ροκ συγκρότημα Pankrti. Πότε πότε, ξέφευγα και στον τοπικό κινηματογράφο, όπου προβάλλονταν παραδόξως, μια στο τόσο, πολύ καλές ταινίες.
Φυσικά, διάβαζα και βιβλία, αφού αυτή ήταν η πιο προσιτή μορφή διασκέδασης τον καιρό πριν από το διαδίκτυο, τα smartphones και το Netflix. Μου τα έστελναν τακτικά από το σπίτι και συχνά έκανα μια στάση και σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο. Εκείνη την εποχή, ως Γιουγκοσλάβος και Σλοβένος, ήμουν σε θέση να διαβάζω στα σλοβενικά, τα σερβικά και τα κροατικά. Ήρθα, έτσι, σε επαφή με τον εκδοτικό χώρο της Σερβίας και της Κροατίας, προτού ακόμη φύγω για τον γιουγκοσλαβικό στρατό, αφού οι φίλοι μου και εγώ κάναμε συχνά ταξίδια στο Βελιγράδι και το Ζάγκρεμπ για να παραβρεθούμε σε μια συναυλία, να παρακολουθήσουμε μια θεατρική παράσταση, να χαζέψουμε στα βιβλιοπωλεία και να διασκεδάσουμε. Τα βιβλία εκεί ήταν διαφορετικά από εκείνα στην πατρίδα μου, τη Λιουμπλιάνα, και τα βιβλιοπωλεία ήταν συνήθως μεγαλύτερα και ωραιότερα. Εκείνο τον καιρό, σπάνια μπορούσαμε να στηρίξουμε οικονομικά τέτοιου είδους ταξίδια σε Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο· τότε, ακόμα και τα πιο λιτά ταξίδια στην Ευρώπη της Δύσης ήταν τόσο ακριβά όσο το σαφράν για τους Γιουγκοσλάβους. Όποτε όμως κατάφερνα να βρεθώ σε εκείνα τα μέρη, επέστρεφα πάντα με ένα σακίδιο γεμάτο βιβλία. Ακόμα και τότε, για μένα τουλάχιστον, τα αγγλικά γίνονταν σιγά σιγά η πρώτη ξένη γλώσσα.
Σήμερα, η Γιουγκοσλαβία και ο σοσιαλισμός, στο όνομα του οποίου έκανα έρπειν στις πεδιάδες της Σερβίας τον καιρό που ήμουν στον στρατό, έχουν πια εξαφανιστεί. Η ζωή μού έχει φερθεί αρκετά καλά ώστε να μπορώ πότε πότε να ρίχνω μια ματιά σε εκείνα τα τούβλινα βιβλιοπωλεία της Οξφόρδης, του Λονδίνου και του Άμστερνταμ, της Φρανκφούρτης και της Ουάσινγκτον. Το Ζάγκρεμπ και ειδικά το Βελιγράδι αποτελούνπια για μένα –και κάποιες φορές το μετανιώνω– έναν μακρινό ορίζοντα.
Μα αυτό που έχει αλλάξει ακόμα περισσότερο από την πολιτική και πολιτισμική γεωγραφία της Ευρώπης, είναι το τοπίο των μέσων. Ταχυδρομεία, γραφομηχανές, κασετόφωνα, φωτογραφικές μηχανές, τηλεόραση, κινηματογράφοι, βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες, βιβλία, εφημερίδες, χάρτες και πυξίδες έχουν συγχωνευτεί σε μία και μόνο συσκευή, μικρότερη από ένα χαρτόδετο βιβλίο, την οποία κρατώ ασφαλή στην τσέπη μου. Χάρη στην παγκόσμια χρήση και τη μαγική λειτουργικότητα ενός smartphone, το γεγονός ότι οι νέες γενιές έχουν σχεδόν μεγαλώσει μαζί του, δεν προκαλεί την παραμικρή έκπληξη.
Το ότι όλες οι συσκευές πληροφόρησης, τα ινστιτούτα πολιτισμού, τα καταστήματα, τα μέσα ενημέρωσης και οι οργανισμοί επικοινωνίας έχουν καταφέρει να «γλιστρήσουν» σε ένα και μόνο αντικείμενο σε μέγεθος τσέπης, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια από τις πιο επαναστατικές αλλαγές στη σύγχρονη ιστορία. Η καθημερινότητά μας έχει αλλάξει τόσο που αν ο Μίχα, ο οποίος υπηρέτησε στον γιουγκοσλαβικό στρατό ως μέρος του κοινωνικού συστήματος της εποχής εκείνης –ο οποίο λίγοι μόνο θυμούνται σήμερα–, τηλεμεταφερόταν με μία χρονομηχανή από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε εκείνη του 2020, θα ήταν για λίγο χαμένος. Εξαιτίας της καθολικότητας των έξυπνων τηλεφώνων, είμαστε πιο στενά συνδεδεμένοι με αυτά, περισσότερο από ό,τι με οποιαδήποτε άλλη συσκευή μέχρι σήμερα, γεγονός που, όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, έχει τον αντίκτυπό του στα συναισθήματα και στις σκέψεις μας.
Έπειτα, κάποια στιγμή μέσα στο 2023, ήρθε ένα ακόμα σοκ όσον αφορά τα μέσα: με το ChatGPT, η τεχνητή νοημοσύνη έγινε κομμάτι της ζωής μας, σχεδόν σε κάθε κοινωνία παγκοσμίως. Σε αντίθεση με προηγούμενες τεχνολογίες πληροφόρησης, οι οποίες ίσα που αύξησαν τις διαθέσιμες πληροφορίες και λίγο διευκόλυναν την πρόσβασή μας σε αυτές, η τεχνητή νοημοσύνη είναι σε θέση να δημιουργεί περιεχόμενο αφ’ εαυτού της: μπορεί να τραγουδάει, να ζωγραφίζει, να γράφει μυθιστορήματα και ποιήματα, και να δημιουργεί βίντεο. Ξαφνικά, οι μαθητές μου άρχισαν να παράγουν τα έργα τους χωρίς λάθη στα σχήματα, και εγώ ο ίδιος, ένα άτομο με μηδαμινή σχέση με τη μουσική, ξεκίνησα, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, να συνθέτω πόλκες, τραγούδια ραπ και άριες της όπερας, μόνο και μόνο για την πλάκα μου. Φυσικά, οι στίχοι ήταν κι αυτοί γραμμένοι από το ChatGPT.
Και είμαι σίγουρος ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη εξέλιξη στον τομέα των επιστημών.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.