Ο Μπέκας σηκώθηκε λέγοντάς μου πως είχε δώσει στην υπηρεσία το τηλέφωνο του ξενοδοχείου αν τον χρειαστούν. Τον παρακολουθούσα σαν χαμένος, όπως πήγαινε προς τον τηλεφωνικό θάλαμο. Ώστε ο κύριος Δημόδικος βρισκόταν στη Μύκονο. «Ένα ραντεβού με τον “Μαύρο Άγγελο”». Προσπαθούσα να συνδέσω μ’ έναν, έστω υποτυπώδη, τρόπο τα πρόσωπα. Η κυρία Αργύρη ήταν παλιά γνωριμία του Χάαζε. Ο Δημόδικος πρόσωπο των Γερμανών στην Κατοχή. Ο Απέργης είχε σκοτωθεί γιατί κάτι είχε δει στη βίλα του Ψυχικού, κάτι που είχε σχέση με τον «Μαύρο Άγγελο» κι ο άνθρωπος που τον είχε σκοτώσει ήταν ο σωφέρ του Δημόδικου. Όλα αυτά τα πρόσωπα έμοιαζαν με χορευτάς που στριφογύριζαν γύρω από ένα κεντρικό σημείο. Τον «Μαύρο Άγγελο». Και τώρα η Αργύρη και ο Δημόδικος βρίσκονταν μαζί, ανοιξιάτικα, στη Μύκονο. Να ήταν συνεργάτες, οι οποίοι συναντήθηκαν για να ρυθμίσουν τη δράση τους ή...
Η σκέψη ήρθε ξαφνικά, χωρίς καμιά προετοιμασία, όπως συμβαίνει καμιά φορά. Συνεργάτες ή αντίπαλοι; Αντίπαλοι που συναντιόνταν για να συνεννοηθούν – ή να συμβιβαστούν.
AΦΗΓΗΣΗ ΣE ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Αφηγητής: Κώστας Νικόδημος. Σκηνικό: Αθήνα, Καλαμπάκα, Μύκονος, Δήλος. Εποχή: Άνοιξη.
Ο αφηγητής, που ζει στο εξωτερικό, έρχεται στην Αθήνα μετά από δεκαπέντε χρόνια, όταν ένας απόμακρος, αυστηρός θείος του (ο Τιμόθεος Κώνστας) πεθαίνει και τον αφήνει συγκληρονόμο του, μαζί με την κατά πολύ νεότερη σύζυγό του Μάγδα. Η διαθήκη αναφέρει ότι αν πεθάνει ένας από τους δύο κληρονόμους πρώτος, η περιουσία περνάει στον άλλον.
Με τον τίτλο Μαύρος Άγγελος δημοσιεύτηκε αρχικά σε κυριακάτικες συνέχειες στην "Ακρόπολη" Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο.
«Ο Μαύρος Άγγελος, μια μοντέρνα περιπέτεια στην Αθήνα του 1961».
«Ήταν αθώα; Ήταν ένοχη; Δεν το ήξερε. Εκείνο που ήξερε ήταν πως την αγαπούσε, έστω κι αν η αγάπη της ήταν ο θάνατος γι’ αυτόν…»