Είκοσι χρόνια χωρίζουν τις μεταφράσεις της Αντιγόνης και του Οιδίποδα τυράννου· και οι δύο έγιναν με «ακοίμητο προσανατολισμό τη σκηνή και με κύρια έγνοια έναν ρυθμό αυθεντικά θεατρικό», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος. Οι μεταφράσεις αυτές προορίζονταν για τη Νέα Σκηνή· η Αντιγόνη γνώρισε δύο ιστορικές παραστάσεις σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, το 1992 στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων και το 2006 και 2007 στην Επίδαυρο. Τον Οιδίποδα τύραννο δεν πρόλαβε να τον σκηνοθετήσει.
*
Οι μεταφράσεις της αρχαίας τραγωδίας (πλην ελαχίστων και θραυσμάτων) είναι η ιστορία μιας επαναλαμβανόμενης αποτυχίας μικρότερης ή μεγαλύτερης. Τα θραύσματα των ολιγότερο αποτυχημένων (που είναι οι επιτυχημένες) δείχνουν μια κατεύθυνση, επιχειρούν μια πνευματική σήμανση, είναι οδοδείχτες έκφρασης και ιδεών (και αυτό κάποιες φορές δεν είναι λίγο, nihil minor in litteris). Κινδυνεύοντας εξίσου από τον άνευρο ακαδημαϊσμό και από το πληβείο θεατρικό σανίδι – η μεταφραστική του αρχαίου δράματος εύκολα ξεπέφτει. Άλλες μεταγραφές κινδυνεύουν από την υπεραπλούστευση, άλλες από ένα ψευδεπίγραφο ύφος, άλλες από τη μεγαλοφαντασιά ενός ριζοσπαστικού προσωπικού ιδιώματος […]. Πάντως οι αναλογίες των βοτάνων γητεύματος για το μεταφραστικό απόσταγμα δεν είναι μετρήσιμες – και πρέπει να τονίσουμε ότι η αλχημεία του αποτελέσματος (ο συνεπαρμός μέσα στη φρίκη, η γλυκύτητα μέσα στους αρχαϊκούς γκρεμούς, το κράμα τρόμου και ηδονής), το αμάλγαμα, συνορεύει πρωτίστως με την ισομετρία του νοήματος και με μια ορισμένη θεολογική τροπή της σκέψης, με μία τρομερή εκμυστήρευση.
Από τα πρακτικά ενός παλιού θεατρικού σεμιναρίου
για την τραγωδία και τη μετάφραση, αταύτιστος ομιλητής
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
[Παραλλαγὴ β´]
ΧΟΡΟΣ
Πολλὰ γεννοῦν τὸ θάμβος
κανένα θάμβος ὅμως δὲν σκοτεινιάζει τὸν νοῦ
ὅσο ὁ ἄνθρωπος.
Τοῦτο τὸ θάμβος παίρνει τὸν δρόμο τῆς θάλασσας
ποὺ ἀφρίζει ἀσημένια στὸν χειμωνιάτικο νοτιὰ
κι ἀνοίγεται πέρα μακριὰ
μέσα ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὶς χαράδρες τῶν κυμάτων.
Καὶ τὴ θεὰ τὴν ὑπέρτατη
τὴν ἄφθαρτη, τὴν ἀκάματη Γῆ
τὴν καταπονάει μὲ ἄροτρα
χρόνο τὸν χρόνο, πάνω κάτω τὴν αὐλακώνει καὶ τὴ σκάβει
μὲ τῶν ἀλόγων τὸ γένος.
Καὶ τὰ σμάρια τῶν πουλιῶν ποὺ πετᾶνε ἐλαφρὰ
καὶ τῶν ἀνήμερων τῶν ἀγριμιῶν τοὺς κόσμους
καὶ τὰ θρέμματα τῶν θαλασσινῶν νερῶν ―
ὅλα ξέρει ὁ περίσκεπτος ἄνθρωπος
νὰ τὰ τυλίγει μὲ μιὰ κλωστή, ποὺ τὴν πλέκει σὲ δίχτυ
καὶ τὸ ἐρημικὸ ἀγρίμι τῶν βουνῶν τὸ νικάει μὲ δόλο
καὶ ὁλόγυρα ξέρει νὰ βάζει ζυγὸ
στὸν πυκνόμαλλο λαιμὸ τοῦ ἀλόγου
καὶ στὸν βουνίσιο ἀδάμαστο ταῦρο.
Βρῆκε στὰ βάθη του γλώσσα μὲ λέξεις
σκέψη ἀνεμόεσσα
καὶ ὁρμέμφυτα νόμων ποὺ δημιουργοῦν πολιτεῖες·
βρῆκε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν μόχθο του·
ὁ ἄνθρωπος δίδαξε στὸν ἑαυτό του τὸν ἄνθρωπο
καὶ τὰ βέλη τῆς ἄγριας παγωνιᾶς ποὺ τοῦ στέλνει ὁ καιρὸς
καὶ τὶς σαΐτες τῆς πυκνῆς βροχῆς νὰ γλιτώνει ―
Σὲ ὅλα βρίσκει μιὰν ἔξοδο
τὸ αὔριο δὲν εἶναι γι’ αὐτὸν ἀδιέξοδο·
μόνο ἀπ’ τὸν Ἅδη δὲν θ’ ἀξιωθεῖ νὰ ξεφύγει
κι ἂς ἔχει σχέδια σωτηρίας ἀπὸ ἀρρώστιες ἀγιάτρευτες.
[...]