Αυτή τη φορά, ένας άντρας με μακριά μαλλιά αρπάζει στην κυριολεξία τη δεκαεξάχρονη Αμάλα Καβαλκάντε από την πόρτα του όμορφου σπιτιού της, στις παρυφές της μεσαιωνικής Τσιττά ντελ Φιούμε στη βόρεια Ιταλία, και τη φυλακίζει στο υπόγειο ενός παλιού κτιρίου. Η Αμάλα συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται να βγει ζωντανή από εκεί αν δε βρει έναν τρόπο να δραπετεύσει.
Η δικηγόρος Φραντσέσκα Καβαλκάντε, θεία της Αμάλα, είχε υπερασπιστεί τότε ανεπιτυχώς τον άντρα που κατηγορούνταν ότι ήταν ο Πέρσικο. Είναι πεπεισμένη ότι ο πελάτης της ήταν αθώος και ότι ο πραγματικός δολοφόνος είναι ακόμη έξω.
Και είναι πιθανότατα αυτός που τώρα απήγαγε την ανιψιά της. Ο Ισραηλινός Γκέρσομ Πέρετζ ή Τζέρρυ ισχυρίζεται ότι είναι τουρίστας, έφτασε στην πόλη αμέσως μετά την απαγωγή της Αμάλα και μοιάζει αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να τη βρει. Ακόμα και να σκοτώσει.
Το «Κακό που κάνουν οι άνθρωποι», με τίτλο δανεισμένο από τον σαιξπηρικό «Ιούλιο Καίσαρα» [«Το κακό που κάνουν οι άνθρωποι ζει κει μετά απ' τους ίδιους, το καλό συχνά θάβεται με τα κόκαλά τους» εξηγεί ο Μάρκος Αντώνιος], είναι ένα εντυπωσιακά δομημένο μυθιστόρημα, που διαβάζεται απνευστί, για την έμφυλη βία, για το σκοτεινό πρόσωπο της καλής κοινωνίας της επαρχίας και τη, χρονίζουσα, διαφθορά στους κόλπους της κρατικής ασφάλειας.