Με μια τολμηρή μετάβαση από τον κοινωνικό νατουραλισμό στο έδαφος της σουρεαλιστικής γραφής, κατορθώνει να απογυμνώσει και να σαρκάσει τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και να «στήσει στον τοίχο» ιστορικές ιδεοληψίες, μεταφυσικές προσεγγίσεις, ματαιόδοξες εμμονές. Ο, υφέρπων ή ασυγκράτητος, κοινωνικοπολιτικός του προβληματισμός είναι πανταχού παρών, όπως ταυτόχρονα κι ένας κάθε άλλο παρά εγκρατής ή σχηματικός αυτοσαρκασμός.
Ο σουρεαλισμός του Βλαχοχρήστου είναι χειμαρρώδης, αχαλίνωτος, ευφυής. Το βιτριολικά παιγνιώδες ύφος του συναγωνίζεται τη γλωσσοπλαστική ικανότητα και την πολύσημη χρήση των λέξεων, η προφανής και όχι επιδεικτική ευρυμάθεια συμπλέκεται με τα τολμηρά αλλά εξαιρετικά εύστοχα σχήματα λόγου. Οι ολοζώντανες «ομιλούσες» εικόνες που φιλοτεχνούνται από την περιγραφική δεινότητα του λογοτέχνη, δανεισμένες από την Ιστορία, την επιστήμη, τη μυθολογία, την κοινωνική ζωή, συγκροτούν μια καλλιτεχνική σύνθεση χωρίς χρονικά, γεωγραφικά, πολιτισμικά σύνορα.
Η σουρεαλιστική πένα του Βλαχοχρήστου δεν κάνει αυτοσκοπό της την παραδοξολογία, αντίθετα την αξιοποιεί δημιουργικά για να εκφράσει την ανησυχία και την αγωνία για την πραγματική ζωή. Γι’ αυτό και το έργο αυτό συνιστά μια αλληγορική περιδίνηση στον κοινωνικό και ατομικό υποσυνείδητο, σε όσα ζήσαμε, χάσαμε, νοσταλγήσαμε, στις πλάνες, στις αυταπάτες, στις ενοχές, στους ανεκπλήρωτους πόθους, στα πεισματικά όνειρα, στο ταξίδι που δεν τελείωσε...
.
Γιατί συχνά η ζωή είναι πιο σουρεαλιστική από την πιο αχαλίνωτη μυθοπλασία…