Το δοκίμιο με τίτλο «Η Επαναστατική Συνείδηση και ο απαισιόδοξος Θετικισμός, για την εξουσία και τη σεξουαλικότητα», είναι μια προσπάθεια επιχειρηματολόγησης σχετικά με το πώς ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να σταθεί αλληλέγγυος στα πολιτικά επίδικα της εκάστοτε εποχής.
Ανεξάρτητα με την εξωτερική πραγματικότητα, όπως άλλοτε θα διακρίναμε τον φασισμό ως ̈ζωντανή ουσία και άλλοτε ως ιστορικό του Χίτλερ ή του Μουσολίνι, με το «έξω» αυτό που κι ο Μισέλ Φουκώ σχολιάζει στα κείμενα του Μωρίς Μπλανσό (το ίδιο ανυποχώρητα, κι αξιολάτρευτα λόγω απροσωπίας, ανέγνωρος με Γκέρτσεν, Βιγιόν, Υπατία, Λεκατσά, Αλτουσέρ), ανεξάρτητα λοιπόν με το ασύνειδο πλέγμα της κοινωνικής ή θεωρητικής διαδραστικότητας, είναι η παραπάνω σχέση, τουλάχιστον ακαδημαϊκά, που τοποθετεί την πολιτική ως τέτοια σε υψηλό αντικείμενο στοχασμού, μέσω μάλιστα μιας ρεφορμιστικής αναθεώρησης της λειτουργίας της σκέψης.
Είναι αυτή η ̈συνειδητοποίηση ̈ που μας βοηθά να αντιληφθούμε την ανάγκη μιας νέας διαλεκτικής πρακτικής, με δεδομένο πως η αλήθεια διαφεύγει στιγμιαία από την ηθική της αιτιακότητα και μπορεί να γίνεται ένα, μερικώς, πραγματιστικό επιφαινόμενο της νεωτερικότητας.
Η αλήθεια αποκτά την αφαιρετική της υπόσταση στην εικόνα της σκέψης για έναν κόσμο ξένο προς τον ιστορικό, υπό την έννοια πως η ίδια η πολιτική συνέχεια υπογραμμίζει υποθετικά τον μονισμό της υποκειμενικότητας (ως κοινωνική αντικειμενοποίηση), προσδιορίζοντάς τον ως το αληθές της καθημερινής ζωής, ενός νοήματος δηλαδή αδέσμευτου από τους ειδήμονες ολόκληρης της ερμηνευτικής των καθορισμένων εννοιοδοτήσεων της πολιτικής φιλοσοφίας.