Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου χαρακτηρίζετ᾽ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ποιητὴν ὡς «τὸ σὰν ὁλοκληρωτικὸ τῶν ἰδεῶν του ποίημα»1. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ ἑρμηνευτὴς ὑποχρέωσιν ἔχει τὴν ὁλοκλήρωσιν αὐτὴν τοῦ ποιητοῦ εἰς τὸ ἔργον νὰ ἐμφανίσῃ. Τὸ πρᾶγμα δὲν εἶν᾽ εὔκολον. Δὲν εἶν᾽ εὔκολον ἰδιαιτέρως δι᾿ ἕναν ἄνθρωπον, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ φυσικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκφράζει τὴν σχέσιν τοῦ πρὸς ἕνα καλλιτέχνημα, εἶναι ἡ φιλολογικὴ ἑρμηνεία, ὄχι ἡ κριτική. Ἄν ὁ φιλόλογος ἀποφασίζῃ νὰ κάνῃ καὶ τὸν κριτικόν, ἂν -κάτι ἀκόμη δυσκολώτερον- ἕνας ἐραστὴς ἁπλὸς τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς παλαμικῆς ποιήσεως ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἑρμηνευτής της, εἶναι τὸ χρέος ποὺ τοῦ τὸ ἐπιβάλλει. Ἡ ὑποχρέωσις, ποὺ αἰσθάνεται βαθύτατα ὁ κλασσικὸς φιλόλογος πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ ζωντανώτερος καὶ φωτεινότερος εἰς τὸν τόπον μας ἑρμηνευτὴς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἰδέας. Ὡς ἐκπλήρωσιν παρομοίας ὑποχρεώσεως θὰ ἤθελα νὰ θεωρήσετε ὅσα καὶ τώρα καὶ εἰς τὴν προσεχῆ μου ὁμιλίαν πρόκειται νὰ σᾶς εἰπῶ.