Σαλέντο, Ιούνιος 1934. Ένα λεωφορείο σταματά στην κεντρική πλατεία του Λιτσανέλο, ενός χωριού με ελάχιστους κατοίκους. Ένα ζευγάρι κατεβαίνει: ο άνδρας, ο Κάρλο, είναι παιδί του Νότου και χαίρεται που επιστρέφει. Η Άννα, η γυναίκα του, είναι από τον Βορρά. Είναι όμορφη σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα, αλλά θλιμμένη και ανήσυχη. Τι ζωή την περιμένει σε αυτή την αφιλόξενη γη;
Στα μάτια των χωριανών, η Άννα δε θα πάψει ποτέ να είναι η «ξένη». Αυτή που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, που φορά παντελόνια και δεν κουτσομπολεύει. Περήφανη και ευέξαπτη, η Άννα ποτέ δεν υιοθετεί τον τρόπο ζωής των γυναικών του Νότου. Και όχι μόνο αυτό: τολμά να διεκδικήσει μια θέση στο ταχυδρομείο και γίνεται η πρώτη γυναίκα ταχυδρόμος στο Σαλέντο.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια είναι η αόρατη κλωστή που ενώνει τους κατοίκους του χωριού και τις ιστορίες τους. Χάρη στη δουλειά της, η Άννα θα
μπει σε ένα σωρό οικογένειες, βοηθώντας τις αναλφάβητες γυναίκες στην επικοινωνία τους με τους δικούς τους ανθρώπους ή ακόμα και με τους παράνομους έρωτές τους. Και χωρίς να το θέλει, θα αλλάξει τη ζωή αυτής της κοινότητας για πάντα.
Αυτή είναι η ιστορία της Άννας, μιας γυναίκας που ήθελε να ζήσει τη ζωή της με τους δικούς της όρους, αλλά και η ιστορία της οικογένειας Γκρέκο και του χωριού Λιτσανέλο, από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1950, που θα βιώσουν έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, μα και την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος. Είναι όμως και η ιστορία δύο αχώριστων αδερφών που ήταν γραφτό τους να αγαπήσουν την ίδια γυναίκα.